γεβεντίζω

γεβεντίζω
μετ. высмеивать, делать посмешищем, позорить;

γεβεντίζομαι — становиться посмешищем


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γεβεντίζω" в других словарях:

  • γεβεντίζω — και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω) 1. διαπομπεύω 2. προσβάλλω 3. διαλαλώ, διακηρύσσω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους… …   Dictionary of Greek

  • γεβεντίζω — γεβεντισμένος, ρεζιλεύω, διασύρω κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιβεντίζω — και ξεγιβεντίζω βλ. γεβεντίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»