- γεβεντίζω
- μετ. высмеивать, делать посмешищем, позорить;
γεβεντίζομαι — становиться посмешищем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεβεντίζομαι — становиться посмешищем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεβεντίζω — και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω) 1. διαπομπεύω 2. προσβάλλω 3. διαλαλώ, διακηρύσσω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους… … Dictionary of Greek
γεβεντίζω — γεβεντισμένος, ρεζιλεύω, διασύρω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιβεντίζω — και ξεγιβεντίζω βλ. γεβεντίζω … Dictionary of Greek